μενου

Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης το 1922 

Αποχώρηση με κάρα.





Μεταφορά κοπαδιών στη δυτική όχθη του Έβρου.


Συγκέντρωση κοπαδιών .

Τα φορτωμένα κάρα περιμένουν τη ζεύξη του Έβρου. Η εικόνα της Παναγίας της Ρευματοκρατόρισσας συγκράτησε μεταφερόμενη προς την Αδριανούπολη τα φουσκωμένα νερά του ποταμού.







Μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλη Λαμπέα, ἀπό τό Νέο Ὄλβιο Νέστου, Ἀπό τό ὑπό ἔκδοση βιβλίο τοῦ Νίκου Κωνσταντινίδη "Ἐνιαυτῶν πορεῖαι", Ξάνθη 1999

Γεννήθ΄κα στό χωριό Φανάρι τῆς ἐπαρχίας Σηλυβρίας, τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Τόν πατέρα μ' τόν λέγαν' Δημήτριο καί τή μάνα μ' Ζηνοβία, τό γένος Λαίμου. Ἐμεῖς ἤμαστ'ν πέντε ἀδέλφια.
Ἦρθα πεντέξ' χρονῶ παιδάκι ἀπό κεῖ. Ἤρθαμε μέ τόν μπαμπά μ' τόν μακαρίτ'.
Θυμᾶμαι ἤτανε νά φύγουμε, φόρτωσε στό κάρο στάρια, ἀλεύρια, ὅ,τι μπόραγε νά κουβαλήσει. Πήραμε καί τά ζῶα μ'ς, τά πρόβατά μ'ς, τά κατσίκια μ'ς. Ἡ μάνα μ', ὁ πατέρας μ', ἔκαναν τό σταυρό τ'ς στό εἰκονοστάσι καί κλείσανε τό σπίτ'. "Ἀμάν, ξεχάσαμε τό γουρούν'στήν κοτάρα κλεισμένο. Πάνε Δημητρό νά τ' ἀμολύκεις", εἶπε ἡ μάνα μ'.
Ὁ πατέρας μ' πῆρε τό σκεπάρνι, πῆγε ἔσπασε τά σανίδια καί τ' ἀμόλησε ἐλεύθερο. Ἐκεῖνο πῆγε κατευθείαν στό σπίτι κι ἄρχισε νά τρώει ἀχόρταγα.
"Τρώει τά στάρια μας! " εἶπα.
Τί ἦταν νά τό πῶ; Ἡ μάνα μ' κι ὁ πατέρας μ' ἀρχίνησαν νά κλαῖνε. Μ' ἀνέβασε στό κάρο νά φύγουμε καί ρώτησα: "Ποῦ πᾶμ '; " "Θά πάρουμ' ἕνα δρόμο, ποῦ θά μᾶς βγάλ', δέν ξέρουμ'! " μέ εἴπανε.
Ἀπό τό Φανάρι ἤρθαμε μέ τά κάρα καί περπατῶντας. Ἐγώ ἦμαν παιδαρέλι καί μ' εἶχαν ὅλο ἀπάνω στό κάρο. Γιατί ἑτοιμάσαμ' κι ἀλεύρια καί στάρια ἀπάνω στά κάρα, γιά νά φτιάνουμ' ψωμί καί πιττάκια......


"Μιά σιωπηλή, τρομακτική πομπή". Ἀνταπόκριση τοῦ Ἔρνεστ Χεμινγκγουαίη
"Ἡμερήσιος Ἀστήρ τοῦ Τορόντο".
7 Ὀκτωβρίου 1922

ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ – Σέ μιά ἀτέλειωτη πορεία πού συγκλονίζει ὁ χριστιανικός πληθυσμός τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης συνωστίζεται στούς δρόμους πού ὁδηγοῦν πρός τή Μακεδονία. Ἡ κύρια μάζα, πού περνᾶ τόν Ἕβρο ποταμό στήν Ἀδριανούπολη, ἁπλώνεται σέ μῆκος σαράντα χιλιομέτρων. Σαράντα χιλιόμετρα ἀπό κάρα πού σέρνουν ἀγελάδες, νεαροί ταῦροι καί λασπωμένα βουβάλια γεμᾶτα μέ ἐξαντλημένους, σαστισμένους ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά. Σκεπάζονται μέ κουβέρτες πάνω στά κεφάλια τους καί προχωροῦν σάν τυφλοί κάτω ἀπ' τή βροχή δίπλα στά ἐγκόσμια ἀγαθά τους.
Αὐτός ὁ ἀπρόσωπος ποταμός στραγγίζει ὅλη τή γύρω χώρα. Δέν γνωρίζουν ποῦ πηγαίνουν. Ἐγκατέλειψαν τά χωράφια τους, τά χωριά τους, τά γεμᾶτα καρπό καφετιά χώματά τους καί ἑνώθηκαν μέ τό ποτάμι τῶν φυγάδων ἀκούγοντας γιά τόν ἐρχομό τῶν Τούρκων. Τώρα δέν μποροῦν παρά μόνο νά κρατοῦν τή σειρά τους στήν τρομακτική πομπή, καθώς τό κατάλασπωμένο ἑλληνικό ἱππικό τούς συγκρατεῖ μαζί, ὅπως οἱ ἀγελαδάρηδες τό κοπάδι τους.
Εἶναι μία σιωπηλή πομπή. Δέν ἀκούγεται οὔτε βογγητό. Ὅ,τι μποροῦν νά κάνουν εἶναι μόνο νά περπατοῦν. Οἱ φανταχτερές χωριάτικες στολές τους εἶναι μούσκεμα καί στάζουν. Κότες φτερουγίζουν πηδῶντας ἀπό τά κάρα. Μικρά μοσχάρια μουγγανίζουν προσπαθῶντας νά φτάσουν τό νερό μέσα στό συνωστισμό κοντά σέ κάποιο ρυάκι. Ἕνας γέρος βαδίζει σκυφτός κουβαλῶντας ἕνα μικρό γουρουνάκι, ἕνα ὅπλο καί ἕνα δρεπάνι, πού πάνω του ἔδεσε μία κότα. Ἕνας ἄνδρας ἁπλώνει μία κουβέρτα γιά νά προφυλάξει ἀπό τή βροχή τή γυναίκα πού κρατάει τά γκέμια στό κάρο. Εἶναι οἱ μόνοι πού κάνουν κάποιο θόρυβο. Ἡ μικρή κόρη τους τούς κοιτᾶ μέ ἀγωνία καί ἀρχίζει τά κλάματα. Ἔτσι, ἡ πομπή συνεχίζεται.
Τουλάχιστον στήν Ἀδριανούπολη, πού διασχίζει τό κύριο ρεῦμα τῶν προσφύγων, ὑπάρχει ὁ Ἐρυθρός Σταυρός. Βοηθοῦν πολύ, ἰδίως στή Ραιδεστό στήν ἀκτή, ἀλλά λίγους μποροῦν νά βοηθήσουν.
Μόνο ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη θά μεταφερθοῦν 250.000 πρόσφυγες. Τά βουλγαρικά σύνορα εἶναι κλειστά γι' αὐτούς. Ὑπάρχουν μόνο ἡ Μακεδονία καί ἡ Θράκη γιά νά δεχθοῦν τούς φυγᾶδες τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Τούρκων στήν Εὐρώπη. Ἤδη στή Μακεδονία βρίσκονται μισό ἑκατομμύριο πρόσφυγες. Κανείς δέν γνωρίζει πῶς θά ἐπιβιώσουν. Τόν ἄλλο μῆνα ὁ χριστιανικός κόσμος θά ἀκούσει τήν κραυγή "Διαβάς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν."

Αποχώρηση με πλοία.

Οι πρόσφυγες του Ιερού Όρους συγκεντρωμένοι στην ακτή της Περίστασης αναμένουν την άφιξη των πλοίων.



Λιμάνι της Ραιδεστού.
Από την εκκένωση της περιοχής της Τσατάλτζας στις αρχές του 1924.

Οι πρόσφυγες της περιφέρειας της Ραιδεστού περιμένουν τα πλοία κατασκηνωμένοι στην αποβάθρα της Ραιδεστού ( Αρχές Οκτωβρίου 1922 ).

Πρόχειρες κατασκηνώσεις προσφύγων στην Ψαραγορά της Ραιδεστού.
Ένα μέρος προσφύγων αποχώρησε από το λιμάνι της Ραιδεστού. Ομάδες πληθυσμού αναχώρησαν με πλοία από τη Σηλύβρια, την Περίσταση, το Μυριόφυτο, τη Μήδεια και αλλού.


Μαρτυρία Δωροθέας Δημητρίου Μαυρίδη, 93 ἐτῶν, ἀπό τή Ραιδεστό, Ἀθήνα 1984

Ἕνα πρωϊνό, ὁ πατέρας μᾶς εἶπε ὅτι ἔσπασε τό μέτωπο. Γινόταν πολύ μεγάλο κακό στή Μικρά Ἀσία. Σέ μερικές μέρες γέμισε τό λιμάνι τῆς Ραιδεστοῦ μέ πλοῖα πού ξεφόρτωναν στήν παραλία χιλιάδες στρατιῶτες καί πρόσφυγες. Τόσοι πολλοί ἦταν, πού στήν παραλία δέν μποροῦσες νά περπατήσεις. Ὅλοι ἦταν σέ κακή κατάσταση, σέρνονταν στά σοκάκια καί ἀνέβαιναν στό ὕψωμα μέχρι τό σπίτι μας. Ἡ μητέρα ἄνοιξε τήν πόρτα μας καί ὁ μικρός μας κῆπος γέμισε ἀνθρώπους πού ζητοῦσαν νερό. Ἀπό τό πηγάδι μας ἀνεβάζαμε κουβάδες μέ νερό καί τούς τό δίναμε νά ξεδιψάσουν. Στό σπίτι μας τό βράδυ ἔμειναν ἀξιωματικοί. Ἦταν παραζαλισμένοι καί μουδιασμένοι. Ἐκεῖνες τίς μέρες ἀκούγαμε ἕνα σωρό φοβερά πράγματα. Ἄλλοτε λέγαν πώς θά πᾶμε στήν Κωνσταντινούπολη, ἄλλοτε ὅτι ἔρχονται οἱ Τσέτες τοῦ Κεμάλ νά μᾶς σφάξουν. Εὐτυχῶς, ὁ μεγάλος μου ἀδελφός ἦρθε ἀπό τήν Ἀδριανούπολη πού ἦταν στρατιώτης καί εἴμαστε ὅλοι μαζί. Τέλος, μία μέρα ἔγινε γνωστό πώς ἔπρεπε νά φύγουμε. Ἀπό τά γύρω χωριά ἄρχισαν οἱ χωριάτες νά καταφθάνουν στή Ραιδεστό μέ τά κάρα του γεμᾶτα μέ τά πράγματά τους. Ἐπικράτησε τό ἀδιαχώρητο. Ἐμεῖς μαζεύαμε τά πράγματά μας σέ δέματα. Δέν ξέραμε ποῦ νά πᾶμε. Ὁ πατέρας, πού ἦταν ἔμπορος, εἶπε στήν ἀρχή νά πᾶμε μέ καράβι στήν Κωνστάντζα τῆς Ρουμανίας. Ἐκεῖ, ἡ δουλειά του, τοῦ εἶπαν, πώς εἶχε πέραση. Τά δύο ἀδέλφια μου θέλαν νά πᾶμε στήν Ἑλλάδα, στήν Ἀθήνα. Ἀκούσαμε, ὅμως, ὅτι Ἀθήνα ἦταν γεμάτη πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τί θά γινόμαστε; Στό τέλος ὁ θεῖος μας, πού θά πήγαινε στή Δράμα, μᾶς ἔπεισε καί πήραμε τό καράβι γιά τήν Καβάλα. Εἶχε δουλειές στή Δράμα καί γνώριζε τόν τόπο καί ὅπως μᾶς εἶπε ἡ Καβάλα ἦταν καλή πόλη καί ἔμοιαζε μέ τή Ραιδεστό. Ἐγώ σκέφθηκα ὅτι ἦταν κοντά καί θά μπορούσαμε νά γυρίσουμε. Φορτώσαμε τά πράγματά μας καί κλείσαμε θέσεις στό καράβι. Τά κοσμήματά μας καί τίς λίρες πού εἴχαμε, τά ράψαμε σέ ζῶνες καί τά φορέσαμε πάνω μας. Κατεβαίνοντας πρός τήν παραλία, ὅπως φεύγαμε ἀπό τό σπίτι μας, μ' ἔπιασαν τά κλάματα. Γύρισα πίσω στόν δρόμο μέσα ἀπό τήν Παναγία τή Φανερωμένη καί κοίταξα τό σπίτι μας. Κάποιος εἶχε μπεῖ μέσα καί ξήλωνε τούς μουσαμάδες. Ὁ μικρός μου ἀδελφός ἔτρεξε καί μέ πῆρε. Ὁ οὐρανός ἦταν γεμᾶτος σύννεφα καί ἡ θάλασσα ταραγμένη. Τά πλοῖα στό λιμάνι σκαμπανεύαζαν καί χτυποῦσαν τό ἕνα τό ἄλλο. Τό ταξίδι μας ἦταν δύσκολο. Στήν Καβάλα μᾶς βγάλαν στήν παραλία στό λιμάνι, πού ἦταν γεμᾶτο κόσμο σάν καί μᾶς. Καθήσαμε δίπλα στά πράγματά μας καί περιμέναμε. Τ' ἀδέλφια μου φύγαν νά βροῦν τόπο νά κοιμηθοῦμε. Ποῦ θά μέναμε; Τί θά γινόμαστε στό ξένο αὐτό μέρος; Ὁ θεῖος μου πῆρε ἅμαξα καί τράβηξε γιά τή Δράμα. Μετά ἀπό πολλές ὧρες ἕνας καθώς πρέπει κύριος μᾶς πῆρε στό σπίτι του στόν Ἅι-Γιάννη. Εἶχαν ἐπιτάξει τό σπίτι του. Μᾶς εἶδε σχετικά καλοντυμένους καί μᾶς διάλεξε λέγοντας ὅτι εἴμαστε συγγενεῖς του, γιά νά ἀποφύγει νά τοῦ βάλουν στό σπίτι κανένα χωριάτη ἤ ἄξεστο. Ἀπό τήν ἄλλη μέρα τά ἀδέλφια μου ἄρχισαν νά προσπαθοῦν νά βροῦν δουλειά. Μέ τά λεφτά πού εἴχαμε μαζί μας ἔκαναν ἐμπόριο. Τά χρόνια ὅμως ἦταν δύσκολα καί ἀναγκάστηκαν νά γίνουν ὑπάλληλοι. Κανείς δέν χάνεται. Μετά ἀπό μερικά χρόνια μᾶς διώξαν πάλι οἱ Βούλγαροι. Εὔχομαι αὐτά πού τραβήξαμε νά μήν τά περάσει κανείς. Ἀπό μωρό παιδί θυμᾶμαι τή μάνα μας νά ἔχει ἕτοιμο κάθε βράδυ ἕνα τορβά μέ κάλτσες, ἐσώρουχα καί τά ἀναγκαῖα μή τύχει καί τή νύχτα μᾶς πάρουν. Ἀπό τά τέσσερα ἀδέλφια μου ἔζησαν καί ἦρθαν στήν Ἑλλάδα τά δύο. Ἐγώ δέν παντρεύτηκα. Ὁ μεγάλος μου ἀδελφός ἔμεινε κι αὐτός ἄγαμος γιά νά μέ προστατεύσει. Μόνο ὁ μικρός παντρεύτηκε, ἀλλά κι αὐτός ἄργησε. Ἔτσι ἡ οἰκογένειά μας συνεχίστηκε.

Αποχώρηση με τραίνα







¨ Ἀνταπόκριση τοῦ G. Ercole ἀπό τό τεῦχος τῆς 4ης Νοεμβρίου 1922 τοῦ ἑβδομαδιαίου περιοδικοῦ "L' Illustration", Παρίσι.
Χά­ρη στήν εὐ­γέ­νεια τοῦ στρα­τη­γοῦ Σαρ­πύ, δι­οι­κη­τῆ τῶν γαλ­λι­κῶν δυ­νά­με­ων κα­το­χῆς στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, μπό­ρε­σα νά ἐπι­βι­βα­στῶ σέ ἀνα­γνω­ρι­στι­κό ἀε­ρο­πλά­νο πού κατόπτευε τήν ἔξο­δο τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πλη­θυ­σμοῦ τῆς Θρά­κης.
Πρῶ­τος προ­ο­ρι­σμός ἦταν τό λι­μά­νι τῆς Ραι­δε­στοῦ. Πα­ρά­σα­με πά­νω ἀπό τόν κόλ­πο τοῦ Με­γά­λου Τσε­κμετ­ζέ καί τή Ση­λύ­βρι­α, μι­κρό λι­μά­νι ψα­ρά­δων, σή­με­ρα γε­μᾶ­το ἀπό πρό­σφυ­γες πού πε­ρι­μέ­νουν βο­ήθεια. Πο­λυ­ά­ρι­θμες στῆ­λες κα­πνοῦ πού ὑψώ­νον­ται πρός τόν οὐ­ρα­νό μαρ­τυ­ροῦν τά ση­μεῖα τῶν κα­τα­σκη­νώ­σε­ων. Φαί­νον­ται ἀκό­μη μι­κρά ἀκτο­πλοϊκά σκά­φη, στά ὁποῖα φαί­νε­ται πώς ἐπι­βι­βά­ζον­ται αὐ­τοί οἱ δυ­στυ­χισ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι.
Ὅμως σέ λί­γο, στό βά­θος ἑνός μι­κροῦ ὄρ­μου ἐμ­φα­νί­ζε­ται τό λι­μά­νι τῆς Ραι­δε­στοῦ. Μα­ζί μέ τήν Ἀδρι­α­νού­πο­λη ἀπο­τε­λοῦν τά δύο ση­μαν­τι­κό­τε­ρα κέν­τρα τῆς ἐκ­κέ­νω­σης. Ἡ Ραι­δε­στός βρί­σκε­ται κά­τω ἀπό τόν ἔλεγ­χο τῶν Βρετα­νῶν, πού προ­σπα­θοῦν νά βά­λουν κά­ποια τά­ξη στή σύγ­χυ­ση τῶν το­πι­κῶν ἀρ­χῶν. Στό κέν­τρο τῆς πό­λης ὑψώ­νε­ται σάν φά­ρος ἕνας λευ­κός μι­να­ρές. Ἡ ἀπο­βά­θρα τῆς ἐπι­βί­βα­σης πλημ­μυ­ρί­ζει ἀπό κό­σμο, ὅμως οἱ δρό­μοι τῆς πό­λης φαί­νον­ται σχε­δόν ἔρη­μοι καί μοῦ θυ­μί­ζουν εἰ­κό­νες ἀπό τή Σμύρ­νη. Τά ρυ­μουλ­κά πη­γαι­νο­ἔρ­χον­ται ἀδι­ά­κο­πα με­τα­ξύ τῆς στε­ρι­ᾶς καί τῶν με­γά­λων πλοί­ων πού ἐπι­βι­βά­ζουν τούς πρό­σφυ­γες γιά τήν Μα­κε­δο­νία. Μοῦ εἶ­παν ὅτι ὑπάρ­χουν σή­με­ρα 150.000 καί ὅτι ὁ ἀρι­θμός τους με­γα­λώ­νει μέ­ρα μέ τή μέ­ρα, γι­α­τί αὐ­τοί πού ἔρ­χον­ται εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπ' αὐ­τούς πού φεύ­γουν.
Ἀφή­νου­με τή Ραι­δε­στό μέ κα­τεύ­θυν­ση πρός τόν Βορ­ρᾶ, ἐκεῖ πού βρί­σκε­ται ἡ Ἀδρι­α­νού­πο­λη. Κά­τω μας δι­α­κρί­νου­με ἔρη­μες πε­δι­ά­δες μέ δι­ά­σπαρ­τες ἀγροι­κί­ες. Δέν ὑπάρ­χουν δρό­μοι, μό­νο στε­νά ἐπι­κίν­δυ­να μο­νο­πά­τι­α, ὅπου δέν δι­α­κρί­νε­ται κα­μία κί­νη­ση, μό­νο με­ρι­κά κο­πά­δια ἀπό πρό­βα­τα χω­ρίς βο­σκούς. Ξα­φνι­κά στά ἀρι­στε­ρά μας δι­α­κρί­νου­με ἕνα πυ­κνό κα­πνό. Κα­τευ­θυ­νό­μα­στε πρός τά ἐκεῖ. Εἶναι μία με­γά­λη ἀγροι­κία πού καί­γε­ται. Ὁ ἰδι­ο­κτή­της της δέν ἤ­θε­λε νά τήν ἀφή­σει στούς Τούρ­κους. Δέν ἔχουν ἀπο­μεί­νει πα­ρά μαυ­ρι­σμέ­νοι τοί­χοι καί δο­κά­ρια πού φλέ­γον­ται ἀκό­μη.
Τό Μου­ρατ­λί εἶ­ναι ἕνα με­γά­λο χω­ριό πού μᾶς φαί­νε­ται σχε­δόν ἄδει­ο. Ὁ πλη­θυ­σμός ἔχει ἤ­δη φύ­γει. Πλη­σι­ά­ζου­με στό Λου­λέ Μπουρ­κάζ. Δέν κα­θυ­στε­ροῦ­με γιά νά ἐξε­τά­σου­με τήν πό­λη καί κα­τευ­θυ­νό­μα­στε πρός τίς Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σι­ές, κύ­ριο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό στα­θμό καί ση­μαν­τι­κό συ­γκοι­νω­νι­α­κό κέν­τρο τῆς Θρά­κης. Τό μέ­ρος εἶ­ναι πο­λύ ἐπι­κίν­δυ­νο καί ἀνα­γκα­ζό­μα­στε νά πά­ρου­με ὕ­ψος. Ἀνε­βαί­νου­με στά 2.000 μέ­τρα, ἀπ' ὅπου μπο­ροῦ­με νά δι­α­κρί­νου­με ὅλες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες στό ἔδα­φος. Ψά­χνου­με μέ τά μά­τια στόν ὁρί­ζον­τα κα­πνούς ἀπό φλε­γό­με­να χω­ρι­ά. Δι­α­δό­σεις στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἔκα­ναν λό­γο γιά κα­μιά πε­νην­τα­ρι­ά. Εὐ­τυ­χῶς βλέ­που­με μό­νο δύο ἤ τρία.
Στή με­γά­λη πλα­τεία τῶν Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σιῶν δέν δι­α­κρί­νω κα­μιά κί­νη­ση. Περ­νᾶ­με πάνω ἀπό τόν θό­λο ἑνός με­γά­λου τζα­μι­οῦ καί πά­νω ἀπό στρα­τῶ­νες πού κα­τα­στρά­φη­καν κα­τά τή δι­άρ­κεια τῶν Βαλ­κα­νι­κῶν Πο­λέ­μων καί τώ­ρα εἶ­ναι ἐρεί­πια. Κα­θώς τό ἀε­ρο­πλά­νο μας χαμη­λώ­νει, ἔχου­με κα­θα­ρή εἰ­κό­να τοῦ σι­δη­ρο­δρο­μι­κοῦ στα­θμοῦ. Τά κα­νό­νι­α, οἱ κιλί­βαν­τες, τά αὐ­το­κί­νη­τα σχη­μα­τί­ζουν μιά ἀσύν­τα­κτη μά­ζα. Ἕνα τραῖ­νο μέ μῆ­κος πά­νω ἀπό 200 μέ­τρα ἀνα­χω­ρεῖ. Οἱ πρό­σφυ­γες τό ἔχουν κα­τα­λά­βει. Ἀν­θρώ­πι­να τσαμ­πιά κρέ­μον­ται στίς σκά­λες καί στήν στέ­γη. Μιά μπλέ κη­λί­δα τρα­βά­ει τήν προ­σο­χή μας: Εἶ­ναι Γάλ­λοι στρα­τιῶ­τες ἀπό κά­ποια μο­νά­δα πού ἔχει το­πο­θε­τη­θεῖ ἐδῶ γιά νά προ­λά­βει τίς λε­η­λα­σί­ες, πο­λύ πι­θα­νές μέ­σα στό χάος.
Ἀπο­μα­κρυ­νό­μα­στε καί ἀνα­κα­λύ­πτου­με στήν ἐξο­χή ἕναν κα­ταυ­λι­σμό χι­λί­ων πε­ρί­που προ­σφύ­γων μέ τά κάρα τους πού τά σέρνουν μαῦ­ρα βό­δι­α, τά ἄλο­γα καί τά κο­πά­δια τους. Τό μό­νο τους κα­τα­φύ­γιο εἶ­ναι κά­τι ἄθλι­ες σκι­σμέ­νες σκη­νές, γύ­ρω ἀπό τίς ὁποῖ­ες συ­νω­θοῦν­ται οἱ γυ­ναῖ­κες τους καί τά παι­διά τους. Ὁ θόρυ­βος τῆς μη­χα­νῆς μας σκορ­πᾶ τόν φό­βο στούς χω­ρι­κούς, πολ­λοί ἀπό τούς ὁποί­ους βλέπουν γιά πρώ­τη φο­ρά ἀε­ρο­πλά­νο.
Ἦρ­θε ὅμως ἡ ὥ­ρα τῆς ἐπι­στρο­φῆς, ἀφοῦ ἔχου­με ἤ­δη τρεῖς ὧ­ρες στόν ἀέ­ρα πα­ρα­τη­ρῶν­τας τή Θρά­κη. Ἀνε­βαί­νου­με στά 3.000 μέ­τρα καί περ­νοῦ­με πά­νω ἀπό τό ἔρη­μο Κα­βα­κλί. Μιά μα­κριά σει­ρά ἀπό κάρα πη­γαί­νει πρός τό Μπου­νάρ Χι­σάρ ἀπό ἕνα δρό­μο πού φαί­νε­ται ὁμα­λός. Στά ἀρι­στε­ρά μας βλέ­που­με τή Μαύ­ρη Θά­λασ­σα καί στά δε­ξιά μας τή θά­λασ­σα τοῦ Μαρ­μα­ρᾶ. Βρι­σκό­μα­στε στό πιό στε­νό ση­μεῖο τῆς Θρά­κης. Μπρο­στά μας ὑψώ­νε­ται τό πε­ρί­γραμ­μα τῆς Τσα­τάλτ­ζας. Τε­λι­κά προ­σγει­ω­νό­μα­στε στό ἀε­ρο­πο­ρι­κό κέν­τρο τοῦ Ἁγί­ου Στε­φά­νου, λίγα χι­λι­ό­με­τρα ἀπό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἀπ' ὅπου εἴχα­με ἀνα­χω­ρή­σες με­ρι­κές ὧ­ρες πρίν.

Διάσκεψη Ανακωχής των Μουδανιών.




      Στή δι­ά­σκε­ψη τῶν Μου­δα­νι­ῶν, πού ὀρ­γα­νώ­θη­κε ἀ­πό το­ύς Σύμμαχους γιά τή σύ­να­ψη τῆς ἀ­να­κω­χῆς, (20 ἕ­ως 28.9.22), ἡ Ἑλ­λά­δα ἔ­παι­ξε τόν ρό­λο βω­βοῦ πα­ρα­τη­ρη­τῆ στόν ὁ­ποῖο ἀ­να­κοι­νώ­θη­καν οἱ εἰς βά­ρος του ὅ­ροι, ὡ­σάν οἱ Σύμμαχοι νά ἦ­σαν πραγ­μα­τι­κά οἱ ἐ­μπό­λε­μοι μέ τήν Τουρ­κί­α. Ὁ σκο­πός τῆς δι­ά­σκε­ψης ἀ­να­κω­χῆς τῶν Μου­δα­νι­ῶν ἦ­ταν: οἱ Ἕλ­λη­νες θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­πο­συρ­θοῦν ἀ­πό τήν Ἀ­να­το­λι­κή Θρά­κη. Τό ἀ­ντάλ­λαγ­μα ἐκ μέ­ρους τῶν Το­ύρ­κων ἦ­ταν ὁ σε­βα­σμός τῆς οὐ­δέ­τε­ρης συμ­μα­χι­κῆς ζώ­νης καί τῶν Στε­νῶν μέ­χρι τήν τε­λι­κή Δι­ά­σκε­ψη Εἰ­ρή­νης με­τα­ξύ τῶν Συμμά­χων καί τῶν Το­ύρ­κων. Οἱ Ἕλ­λη­νες ἐκλή­θη­σαν στά Μου­δα­νιά γιά νά ἀ­πο­δε­χθοῦν τά σέ βά­ρος τους τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα. Ἔ­γι­νε δη­λα­δή ἐ­κεῖ, μία δι­ευ­θέ­τη­ση τῶν συμ­μα­χι­κῶν σχέ­σε­ων μέ τήν Τουρ­κί­α, ἐ­ξό­δοις τῆς Ἑλ­λά­δας.
Ἡ δι­ά­σκε­ψη ἄρ­χι­σε χω­ρίς τούς Ἕλ­λη­νες, πού δέν εἶ­χαν ἀ­κό­μη φθά­σει, μέ κύ­ρια συ­ζή­τη­ση τή γραμ­μή πού θά ἀ­πο­σύ­ρο­νταν οἱ Ἕλ­λη­νες. Κα­τά τήν ἀ­φή­γη­ση τοῦ Ἰ­σμέτ Ἰν­ον­οῦ στόν Σπῦ­ρο Μαρ­κε­ζί­νη τό 1972, δέχθη­καν ὅ­λοι τήν προ­τρο­πή του: " Ἄς φθά­σου­με σέ ἕνα ἀ­πο­τέ­λε­σμα καί οἱ Ἕλ­λη­νες θά ὑ­πο­χρε­ω­θοῦν νά τό δε­χθοῦν". Οἱ Ἕλ­λη­νες, ἁ­πλῶς προ­σῆλ­θαν τήν ἐ­παύ­ριο γι­ά νά τούς ζη­τη­θεῖ νά προ­συ­πο­γρά­ψουν ὅ,τι οἱ ἄλ­λοι ἀ­πο­φά­σι­σαν εἰς βά­ρος τους. Ἡ ἄλ­λη θλι­βε­ρή δι­α­πί­στω­ση εἶ­ναι ὅ­τι οἱ Γάλ­λοι καί οἱ Ἰτα­λοί φέ­ρο­νταν ὡς σύμ­μα­χοι τῆς Τουρ­κί­ας, μέ μό­νον τούς ἀ­παυ­δη­μέ­νους Ἄγ­γλους νά δι­α­πραγ­μα­τεύ­ο­νται, παρε­μπι­πτό­ντως τά συμ­φέ­ρο­ντα τῆς Ἑλ­λά­δας. Κατά τόν Σπῦ­ρο Μαρ­κε­ζί­νη "οἱ Ἕλ­λη­νες πα­ρέ­μει­ναν βω­βοί θε­α­τές καί οἱ Τοῦρ­κοι ἤ­γει­ρον συ­νε­χῶς καί νέ­ας ἀ­ξι­ώ­σεις". Ὁ στρα­τη­γός Σαρ­πύ μέ τήν κα­θο­δή­γη­ση τοῦ Φρα­κλίν Μπου­γι­όν, δέ­χθη­κε ὅ­λα τά αἰ­τή­μα­τα τῶν Τούρ­κων. Ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ Ἰ­τα­λοί καί με­τά οἱ δι­στα­κτι­κοί Ἄγ­γλοι. " Ἡ Θρά­κη μᾶς πα­ρα­δό­θη­κε χω­ρίς νά ριφθεῖ οὔ­τε ἕ­νας πυ­ρο­βο­λι­σμός", δή­λω­σε μετά ἀπό πε­νή­ντα χρό­νια ὁ Ἰ­σμέτ Ἰ­νο­νοῦ.

Μικρασιατική Καταστροφή.








Το Τρίτο Σώμα Στρατού στην παραλία της Ραιδεστού (Τέλη Σεπτεμβρίου 1922 ).


Τή διάσπαση τοῦ μετώπου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στίς 14 Αὐγούστου 1922 καί τίς ἧττες τοῦ Α´ καί τοῦ Β´ Σώματος τῆς Στρατιᾶς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στίς μάχες τοῦ Ἀφιόν, τοῦ Χαμούρκιοϊ καί τοῦ Ἁλῆ Βεράν, ἀκολούθησε ἡ διάλυση τοῦ Ἑλλη­νικοῦ Στρατοῦ καί ἡ ἄτακτη ἐκκένωση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέ τή φυγή, τή σφαγή καί τήν αἰχμαλωσία τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν.
Οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες εὐθύνον­ται γιά τή διάλυση καί τήν καταστροφή τοῦ Ἑλ­λη­νικοῦ Στρατοῦ. Πρῶτα, μέ τά τεράστια σφάλματα τῆς πολιτικῆς καί τῆς στρα­τιω­τικῆς τους ἡγεσίας καί κατόπιν μέ τήν ἐκ­δήλωση στό μέτωπο καί στίς κρισι­μότερες στιγμές τοῦ ἀγώνα, ὅλων τῶν ἀρνητικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἑλλη­νικοῦ χαρα­κτήρα.
Ἀπό τούς ἐνθουσιασμούς, τήν ἐπιθε­τι­κή ὁρμή καί τήν αὐτοπεποίθηση τῆς νικη­φόρας στρατιᾶς τοῦ 1919–1921, βρισκό­μαστε στήν κατάπτωση τῆς διαγωγῆς καί τοῦ φρονήματος τῶν πολεμιστῶν, πού ἐγ­καταλείπουν τόν Αὔγουστο τοῦ 1922 τόν ἀγῶνα. Ὅσοι γενναῖοι κρατοῦν μέ ὑψηλό φρόνημα τίς θέσεις τους, γνωρίζουν τό μάταιο τοῦ ἀγώνα τους καί τέλος αὐτο­κτονοῦν ἤ αἰχμαλωτίζονται˙ ὅπως αὐτοί οἱ ὁποῖοι κράτησαν τό πεδίο τῆς μάχης τοῦ Ἀλῆ Βεράν. Αὐτά καί πολλά ἄλλα κάνουν ἀδύνατη τή συγ­κρά­τηση τῆς κατάστασης ἀπό ὅσους προσπά­θησαν. Οἱ νικηφόρες μάχες τῶν ὑπο­χω­ρούντων συν­τεταγμένων τμημάτων δείχνουν τό πόσο ἄδικες εἶναι ἡ ἧττα καί ἡ καταστροφή.
Ὁ Ἑλληνισμός ἔδωσε τόν Αὔγουστο τοῦ 1922 κρίσιμες μάχες στήν Φρυγία, μάχες πού ἔκριναν τήν πορεία του γιά τούς ἐρχόμενους αἰῶνες. Οἱ ἀγῶνες αὐτοί ἔγιναν στήν πραγματικότητα χωρίς στρα­τιωτική ἡγεσία. Ἀλλά τό ἴδιο ἀνύπαρκτη ἦταν καί ἡ πολιτική ἡγεσία ὅλου τοῦ Ἑλλη­νισμοῦ κατά τίς κρίσιμες ἐκεῖνες ὧρες. Τά διαχρο­νικά ἀρνητικά χαρακτη­ριστικά τῶν Ἑλλήνων, ἡ τάση πρός τή διχόνοια, ὁ ἀτομισμός πού μεταλάσσεται σέ ἀλαζονία καί ἐγωπάθεια, ἡ ἀσυμφω­νία, ἡ ἔλλειψη συστηματικῆς προσέγγισης, ἡ ἔλλειψη ψυχραιμίας καί ὑπομονῆς, εἶχαν δημιουργήσει μία κατάσταση μέγιστης κρίσης, ὥστε νά εἶναι ἀδύνατος ὁποιοσδή­ποτε πολιτικός χειρισμός, ἀλλά καί ὁποια­δήποτε στρατηγική κίνηση. Τά ὑπολείμ­ματα τῆς Στρατιᾶς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατευθύνονται πρός τήν Ἀθήνα, ἀντί νά πλεύσουν ἀμέσως πρός τή Θράκη καί τήν Κωνσταντινούπολη καί οἱ στρατιῶτες φροντίζουν νά καταφύγουν στά χωριά τους καί τά σπίτια τους μέ τή βοήθεια τῆς κυβέρνησης, πού τρέμει τό ἐνδεχόμενο στρατιωτικοῦ κινήματος.
Ἡ ἀποσύνθεση τοῦ ἑλληνικοῦ στρα­τοῦ καί ἡ ἀπώλεια τοῦ πολεμικοῦ ὑλικοῦ του ὁδήγησαν στό ἀσύλληπτο μέγεθος τῆς Μι­κρασιατικῆς Καταστροφῆς καί τήν ἐγκα­τάλειψη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἀφοῦ ἡ Ἑλλάδα βρέθηκε ξαφνικά χωρίς ἀξιό­μαχο στρατό, χωρίς συμμάχους καί ἀπομο­νώ­θη­κε ὁλοκληρωτικά. Ἡ Μικρά Ἀσία, ἡ Κων­σταντινούπολη, ὁ Πόντος καί ἡ Ἀνα­τολική Θράκη, χάθηκαν γιά τόν Ἑλληνισμό.
Ὡστόσο, παρ' ὅλο πού ἡ ἧττα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ δέν ἦταν συντριπτική καί ὑπῆρχαν περιθώρια γρήγορης ἀνα­σύν­ταξης καί ἀνασυγ­κρότησής του, —ὅπως φαίνεται νά ἀποδείχθηκε τό 1923—, τό ἠθικό του, ὁ πανικός τῶν πληθυσμῶν καί τό ἠθικό τῆς ἡγεσίας τοῦ στρατοῦ, φαινό­ταν τότε νά ἀποκλείουν κάτι τέτοιο.
Ἡ Μεγάλη Βρετανία, πού βασιζόταν στήν ἀσπίδα τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ γιά τήν κάλυψη τῶν Στενῶν, τῆς Κωνσταντινούπολης καί τῆς οὐδέτερης ζώ­νης πού κατεῖχε στή Μικρά Ἀσία, φάνηκε ἀμέσως μετά τήν ἐκκένωση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τούς Ἕλληνες, νά ἐπιδιώκει σαφῶς, στήν ἀρχή, τήν ἀνασυγ­κρότηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ. Δέν ἤθελαν νά συρθοῦν σέ πολεμική σύγκρουση μέ τήν Τουρκία, ἐνῶ προτιμοῦσαν τήν παρουσία τῶν Ἑλλήνων στή Θράκη, ἀπό τήν περι­κύκλωση τῶν κατεχομένων ἐδαφῶν καί τῶν Στενῶν ἀπό τούς Τούρκους. Ἀντίθετα οἱ Γάλλοι, σέ ἀνοικτή ρήξη πρός τούς Ἄγγλους, εἶχαν ἐκχωρήσει τήν Ἀνατολική Θράκη στούς Τούρκους, ἀκόμη καί πολύ πρίν τόν Αὔγουστο τοῦ 1922.
Στίς ἀρχές τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 1922 καί ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι συγ­κέντρωναν τόν νικηφόρο στρατό τους στήν ἀπέναντι πλευρά τῶν κατεχόμενων ἀπό τήν Ἀντάντ ζωνῶν τῆς Νικομήδειας καί τῶν Στενῶν, ἐκδηλώθηκε κρίση στίς ἀγγλογαλλικές σχέσεις. Ἡ Γαλλία διαχώρισε τή θέση της καί ὑποστήριξε τήν ἀπαίτηση τῶν Τούρ­κων γιά προσάρτηση στήν Τουρκία τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί τῶν Στενῶν, πού οἱ Τοῦρκοι θά οὐδετεροποιοῦσαν.
http://easternthrace1922.blogspot.com

Η Φωτό Μου
Δημήτρης Μαυρίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου